- ἀνεπίδετος
- ἀνεπίδετοςnot bandagedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπίδετος — η, ο (Α ἀνεπίδετος, ον) αυτός που δεν επιδέθηκε «ανεπίδετα τραύματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιδέω (Ι) «περιβάλλω με επίδεσμο, επιδένω»] … Dictionary of Greek
ανεπίδετος, -η — ο αυτός που δεν επιδέθηκε: Το τραύμα του είχε μείνει για αρκετή ώρα ανεπίδετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπίδετον — ἀνεπίδετος not bandaged masc/fem acc sg ἀνεπίδετος not bandaged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιδέτοις — ἀνεπίδετος not bandaged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιδέτων — ἀνεπίδετος not bandaged masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδετα — ἀνεπίδετος not bandaged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)